μνήστευση
Смотреть что такое "μνήστευση" в других словарях:
μνήστευση — η (Α μνήστευσις) [μνηστεύω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μνηστεύω, η μνηστεία … Dictionary of Greek
αρραβώνας — (Νομ.).Είδος παρεπόμενης συμφωνίας που αποβλέπει να ενισχύσει και να εξασφαλίσει την εκπλήρωση της κύριας ενοχικής σχέσης. Η συμφωνία αυτή καταρτίζεται με την παράδοση ενός αντικειμένου (χρηματικού ποσού ή πράγματος που ενέχει οικονομική αξία),… … Dictionary of Greek